- βασιβουζούκος
- ο(λ. τουρκ.)1. άτακτος στρατιώτης του τουρκικού στρατού, που τρομοκρατούσε τους χριστιανούς με πράξεις αγριότητας: Τράβηξαν πολλά οι Έλληνες της Σμύρνης που έπεφταν σε βασιβουζούκους στα 1922.2. άνθρωπος αυταρχικός και απείθαρχος: Αυτό το παιδί είναι σωστός βασιβουζούκος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.