βασιβουζούκος

βασιβουζούκος
ο
(λ. τουρκ.)
1. άτακτος στρατιώτης του τουρκικού στρατού, που τρομοκρατούσε τους χριστιανούς με πράξεις αγριότητας: Τράβηξαν πολλά οι Έλληνες της Σμύρνης που έπεφταν σε βασιβουζούκους στα 1922.
2. άνθρωπος αυταρχικός και απείθαρχος: Αυτό το παιδί είναι σωστός βασιβουζούκος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βασιβουζούκος — Άτακτος Τούρκος στρατιώτης. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε τον 19o αι. και προέρχεται από τη σύνθεση δύο τούρκικων λέξεων: μπας (κεφάλι) και μποζούκ (χαλασμένος). Το 1877 οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν σώματα β. για να καταστείλουν τη βουλγαρική εξέγερση και… …   Dictionary of Greek

  • μπασιμπουζούκος — ο 1. ο βασιβουζούκος, άτακτος στρατιώτης τού τουρκικού στρατού 2. (κατ επέκτ.) άνθρωπος βίαιος, θρασύς, αυθαίρετος, τραμπούκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. basibozuk] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”